- μητροσκόπιο
- τοόργανο με το οποίο γίνεται ενδοσκοπική εξέταση τής κοιλότητας τής μήτρας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μητροσκόπιο — το (ιατρ.), ειδικό ιατρικό εργαλείο με το οποίο εξετάζεται η μήτρα και γενικά το εσωτερικό του γυναικείου κόλπου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-σκόπιο — β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων, κυρίως τής Νέας Ελληνικής (ελάχιστα είναι τα ουσ. αυτά στην Αρχαία), τα οποία προέρχονταν αρχικά από τα αντίστοιχα ον. σε σκοπος*. Στη συνέχεια, όμως, το β συνθετικό σκόπιο ανεξαρτητοποιήθηκε και χρησιμοποιήθηκε με … Dictionary of Greek
μήτρα — I (Ανατ.). Το κοίλο πλατυσμένο μυώδες αναπαραγωγικό όργανο της γυναίκας που όταν δεν κυοφορεί αποβάλλει το ενδοθήλιό του (ενδομήτριο) κάθε μήνα στη διάρκεια της εμμήνου ρύσεως και στο οποίο εμφυτεύεται το γονιμοποιημένο ωάριο και αναπτύσσεται το… … Dictionary of Greek
υστεροσκόπιο — το, Ν ιατρ. μητροσκόπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hysteroscope < υστέρα «μήτρα» + σκόπιο*] … Dictionary of Greek
υστεροσκόπιο — το το μητροσκόπιο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)